- φωκομελία
- ησχηματισμός των μελών εμβρύου όπως της φώκιας (όταν το έμβρυο έχει τα μέλη του κολλημένα στον κορμό).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωκομελία — η, Ν ιατρ. διαμαρτία διάπλασης ή υποπλασία τών άκρων οστών ενός ή περισσότερων άκρων τού σώματος, με αποτέλεσμα οι άκρες χείρες ή οι άκροι πόδες, που έχουν διαπλαστεί σχετικώς φυσιολογικά, να εκφύονται απευθείας από τον κορμό, όπως τα πτερύγια… … Dictionary of Greek
φωκομελής — ές, Ν ιατρ. (για έμβρυο) αυτός που πάσχει από φωκομελία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phocomelus < φώκη + μελής (< μέλος)] … Dictionary of Greek